σικιγκία

σικιγκία
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sickingia, πιθ. από το επώνυμο τού Franz von Sickingen, Γερμανού ιππότη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”